ItalianoGreco


dispensière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dispenˈsjɛre]

1 φροντιστής αεροσκάφους
2 υπάλληλος τροφοδοσίας οργανισμού
3 οικονομικός διαχειριστής
4 τροφοδότης πλοίου
5 χορηγός
6 διανομέας
7 χορηγητής
8 οικονόμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---