ItalianoGreco


dissacratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dissakraˈtore]

1 άνθρωπος που στερεί τον ιερό χαρακτήρα από κάτι
2 ιερόσυλος
3 βεβηλωτής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---