dissolùto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dissoˈluto]
1 παλιάνθρωπος
2 μπεζεβέγκης
3 ξεφτίλας
4 παλιόμουτρο
5 κάθαρμα
6 αχρείος άνθρωπος
7 φαυλόβιος
8 μπαγάσας
dissolùto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dissoˈluto]
1 αισχρός
2 διεφθαρμένος
3 ασελγής
4 αθεόφοβος
5 αχρειόστομος
6 βορβορώδης
7 έκλυτος
8 έκδοτος
9 ακόλαστος
10 ελεεινός
11 χυδαίος
12 φαύλος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dissoˈluto]
1 παλιάνθρωπος
2 μπεζεβέγκης
3 ξεφτίλας
4 παλιόμουτρο
5 κάθαρμα
6 αχρείος άνθρωπος
7 φαυλόβιος
8 μπαγάσας
dissolùto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dissoˈluto]
1 αισχρός
2 διεφθαρμένος
3 ασελγής
4 αθεόφοβος
5 αχρειόστομος
6 βορβορώδης
7 έκλυτος
8 έκδοτος
9 ακόλαστος
10 ελεεινός
11 χυδαίος
12 φαύλος
permalink
dissoluto (ουσ αρσ )
dissoluto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android