ItalianoGreco


distaccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [distakˈkato]

1 χωρισμένος
2 αποσπασμένος
3 ακατάδεκτος
4 αδιάφορος
5 αδιατάρακτος
6 ξεκομμένος
7 ουδέτερος
8 ψηλομύτης
9 ψωροπερήφανος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---