ItalianoGreco


distràrre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈtrarre]

αποσπώ την προσοχή

distrarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [disˈtrarsi]

1 διασκεδάζω
2 αποσπώ την προσοχή μου από κάτι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---