disùtile
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈzutile]
1 τεμπέλης
2 προκομμένος (ειρωνικά)
3 τιποτένιος άνθρωπος
4 ανεπρόκοπος
5 κοπρόσκυλο
6 τεμπελχανάς
7 σπαρίλας
8 κνώδαλο
9 τζερεμές
10 άχρηστος άνθρωπος
11 ακαμάτης
12 ρεμπεσκές
disùtile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [diˈzutile]
1 ανάξιος
2 άχρηστος
3 αχρείαστος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈzutile]
1 τεμπέλης
2 προκομμένος (ειρωνικά)
3 τιποτένιος άνθρωπος
4 ανεπρόκοπος
5 κοπρόσκυλο
6 τεμπελχανάς
7 σπαρίλας
8 κνώδαλο
9 τζερεμές
10 άχρηστος άνθρωπος
11 ακαμάτης
12 ρεμπεσκές
disùtile
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [diˈzutile]
1 ανάξιος
2 άχρηστος
3 αχρείαστος
permalink
disutile (ουσ αρσ )
disutile (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android