ItalianoGreco


dòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɔmo]

1 τρούλος
2 θόλος

dómo, dòmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdomo], [ˈdɔmo]

1 νικημένος
2 υπό κατοχή ευρισκόμενος
3 υποταγμένος στρατιωτικά
4 δαμασμένος
5 καθυποταγμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---