ItalianoGreco


donzèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [donˈdzɛlla]

1 ανύπαντρη
2 δεσποινίδα
3 νεανίδα
4 κοπέλα ακόλουθος βασίλισσας
5 κορασίδα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---