dorsàle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [dorˈsale]
1 ράχη
2 οροσειρά
3 κορυφογραμμή
4 πλάτη
dorsàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dorˈsale]
1 νωτιαίος
2 οπίσθιος
3 ραχιαίος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [dorˈsale]
1 ράχη
2 οροσειρά
3 κορυφογραμμή
4 πλάτη
dorsàle
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [dorˈsale]
1 νωτιαίος
2 οπίσθιος
3 ραχιαίος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
spina [θηλ.] dorsale = η σπονδυλική στήλη
dorsale (ουσ αρσ και θηλ.)
dorsale (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android