ItalianoGreco


dròga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdrɔga]

το ναρκωτικό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


droghe [θηλ. πλυθ.] leggere = τα ελαφρά ναρκωτικά || droghe [θηλ. πλυθ.] pesanti = τα βαρειά ναρκωτικά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---