dùbbio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdubbjo]
η αμφιβολία
dùbbio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈdubbjo]
1 επισφαλής
2 αμφισβητήσιμος
3 διφορούμενος
4 αμφίβολος
5 αβέβαιος
6 αναποφάσιστος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈdubbjo]
η αμφιβολία
dùbbio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈdubbjo]
1 επισφαλής
2 αμφισβητήσιμος
3 διφορούμενος
4 αμφίβολος
5 αβέβαιος
6 αναποφάσιστος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
mettere in dubbio = αμφισβητώ || senza dubbio = χωρίς αμφιβολία
dubbio (ουσ αρσ )
dubbio (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android