ItalianoGreco


dùbbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdubbjo]

η αμφιβολία

dùbbio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdubbjo]

1 επισφαλής
2 αμφισβητήσιμος
3 διφορούμενος
4 αμφίβολος
5 αβέβαιος
6 αναποφάσιστος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettere in dubbio = αμφισβητώ || senza dubbio = χωρίς αμφιβολία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---