ItalianoGreco


eccedènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [etʧeˈdɛnte]

1 πλεόνασμα αποθεμάτων
2 υπερβολή
3 πλεόνασμα
4 περίσσευμα

eccedènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [etʧeˈdɛnte]

1 παραπανίσιος
2 πλεονασματικός
3 περίσσιος
4 άφθονος
5 υπέρβαρος
6 περισσευούμενος
7 υπερβολικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---