eclissàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [eklisˈsare]
1 επισκοτίζω
2 σκιάζω
3 υπερτερώ
4 αμαυρώνω
5 δημιουργώ ή κάνω έκλειψη
6 επισκιάζω
7 ρίχνω σκοτάδι λόγω έκλειψης
eclissarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [eklisˈsarsi]
1 οπισθοχωρώ
2 παραιτούμαι
3 εξαφανίζομαι
4 σπανίζω
5 αμαυρώνομαι
6 επισκοτίζομαι
7 επισκιάζομαι
8 υφίσταμαι έκλειψη
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [eklisˈsare]
1 επισκοτίζω
2 σκιάζω
3 υπερτερώ
4 αμαυρώνω
5 δημιουργώ ή κάνω έκλειψη
6 επισκιάζω
7 ρίχνω σκοτάδι λόγω έκλειψης
eclissarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [eklisˈsarsi]
1 οπισθοχωρώ
2 παραιτούμαι
3 εξαφανίζομαι
4 σπανίζω
5 αμαυρώνομαι
6 επισκοτίζομαι
7 επισκιάζομαι
8 υφίσταμαι έκλειψη
permalink
eclissare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
eclissarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android