ItalianoGreco


economàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ekonoˈmato]

1 υπευθυνότητα διαχείρισης
2 καθήκον τροφοδοσίας πλοίου (κλπ)
3 αξίωμα τροφοδότη
4 αξίωμα ταμία (κολεγίου ή πανεπιστημίου)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---