ItalianoGreco


elettrizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [elettridˈdzare]

1 πλήττω με ηλεκτρισμό
2 ηλεκτρίζω
3 προκαλώ ή μεταδίνω ηλεκτρισμό
4 διεγείρω
5 γαλβανίζω

elettrizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [elettridˈdzarsi]

1 ηλεκτρίζομαι
2 διεγείρομαι
3 πλήττομαι από ηλεκτρικό ρεύμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---