ItalianoGreco


emoluménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emoluˈmento]

1 τυχερά (πχ φιλοδωρήματα) πέραν του μισθού
2 μισθός
3 αμοιβή
4 προαιρετική αμοιβή
5 αντιμισθία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---