ItalianoGreco


emuntòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [emunˈtɔrjo]

όργανο του σώματος που παράγει ουσίες προς εξαγωγή (νεφρά ή πνεύμονες κλπ)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---