ItalianoGreco


enòfilo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈnɔfilo]

1 οινόφιλος
2 φίλος του κρασιού

enòfilo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [eˈnɔfilo]

οινικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---