ItalianoGreco


entusiasmàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [entuzjazˈmare]

1 προκαλώ ρίγη συγκίνησης
2 γοητεύω
3 προκαλώ έξαψη
4 προκαλώ διέγερση
5 φουντώνω
6 ενθουσιάζω
7 προκαλώ ενθουσιασμό
8 εξεγείρω ισχυρά αισθήματα
9 εξάπτω
10 διεγείρω

entusiasmarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [entuzjazˈmarsi]

1 οιστρηλατούμαι
2 συναρπάζομαι
3 ερεθίζομαι
4 ενθουσιώ
5 ενθουσιάζομαι
6 ανάβω
7 εξάπτομαι
8 διεγείρομαι
9 φουντώνω
10 εκστασιάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---