ItalianoGreco


epuràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [epuˈrato]

1 καθαρισμένος
2 εξαλειφθείς (σε κάθαρση)
3 εξαγνισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---