ItalianoGreco


equipaggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ekwipadˈʤare]

1 επανδρώνω
2 εφοδιάζω με ξάρτια
3 στήνω εξοπλισμό
4 στελεχώνω
5 αρματώνω
6 εξοπλίζω
7 εφοδιάζω
8 εξαρτύω
9 εφοπλίζω

equipaggiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ekwipadˈʤarsi]

1 αρματώνομαι
2 εξοπλίζομαι
3 εφοδιάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---