ItalianoGreco


eremìta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ereˈmita]

1 ερημίτης
2 αναχωρητής
3 ασκητής
4 μοναστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---