ItalianoGreco


erotòmane  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eroˈtɔmane]

1 αγαπησιάρης
2 ερωτύλος
3 σεξουαλικός
4 κορτάκιας
5 σεβνταλής
6 ερωτόληπτος
7 ερωτομανής
8 ερωτιάρης
9 ερωτόπληκτος
10 τσαχπίνης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---