ItalianoGreco


érto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈerto]

1 κρημνώδης
2 γεμάτος γκρεμούς
3 απόκρημνος
4 αιφνίδιος
5 απότομος
6 προσάντης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---