ItalianoGreco


esercìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezerˈʧittsjo]

το γύμνασμα, η εξάκηση, η άσκηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


esercizi [αρσ. πλυθ.] a corpo libero = οι ασκήσεις [f.] ρυθμικής



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---