esilità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [eziliˈta]
1 λεπτότητα
2 λυγεράδα
3 ανημποριά
4 ασθενικότητα
5 λιγνάδα
6 γλισχρότητα
7 αδυναμία
8 καχεκτικότητα
9 ισχνότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [eziliˈta]
1 λεπτότητα
2 λυγεράδα
3 ανημποριά
4 ασθενικότητα
5 λιγνάδα
6 γλισχρότητα
7 αδυναμία
8 καχεκτικότητα
9 ισχνότητα
permalink
esilità (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android