ItalianoGreco


esordiènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ezorˈdjɛnte]

1 πρωτόπειρος
2 πρωτάρης
3 πρωτόβγαλτος
4 νιόβγαλτος
5 αρχάριος
6 άπειρος
7 στραβάδι
8 άγνωρος
9 άβγαλτος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---