ItalianoGreco


espediènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [espeˈdjɛnte]

1 τρικ
2 τρόπος
3 τερτίπι
4 στρατήγημα
5 τέχνασμα
6 επινόημα
7 μέσο επέμβασης σε κρίση
8 κόλπο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---