ItalianoGreco


esprèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈprɛsso]

1 (lettera, treno) το εξπρές
2 (caffè) το εσπρέσο

esprèsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈprɛsso]

1 βέβαιος
2 σαφής
3 ακριβής
4 γρήγορος
5 θετικός
6 αναμφίβολος
7 κατηγορηματικός
8 ρητός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


per espresso = κατεπείγον



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---