ItalianoGreco


estensóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estenˈsore]

1 σχεδιαστής
2 όργανο γυμναστικής για άνοιγμα του στήθους
3 εκτείνων μυς
4 συγγραφέας
5 εκδότης νομικού εγγράφου
6 πρωτουργός

estensóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estenˈsore]

εκτείνων (μυς)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---