ItalianoGreco


estimatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estimaˈtore]

1 αποτιμητής
2 ειδικός εκτιμήσεων
3 κοστολόγος
4 αξιολογητής
5 εκτιμητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---