ItalianoGreco


estrèmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtrɛmo]

το άκρο

estrèmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈtrɛmo]

ακραίος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Estremo Oriente [αρσ.] = η Άπω Ανατολή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---