ItalianoGreco


eternàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eterˈnare]

1 παρατείνω απεριόριστα
2 διατηρώ κάτι στην αιωνιότητα
3 διαιωνίζω
4 απαθανατίζω

eternarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [eterˈnarsi]

1 γίνομαι αθάνατος
2 διαρκώ για πάντα
3 διαιωνίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---