ItalianoGreco


ètico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛtiko]

1 ο της φυματίωσης
2 εκτικός

ètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛtiko]

1 δεοντολογικός
2 ηθικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---