ItalianoGreco


evàdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [eˈvadere]

δραπετεύω

evàdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈvadere]

1 υπεκφεύγω
2 λουφάρω
3 γλιτώνω
4 αποφεύγω με επιδεξιότητα
5 φοροδιαφεύγω
6 αποφεύγω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---