ItalianoGreco


eviràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eviˈrato]

1 άβουλος
2 ευνουχισμένος
3 άτονος
4 ασπόνδυλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---