ItalianoGreco


faille  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfaj]

ύφασμα από μετάξι ή ρεγιόν για φορέματα ή παλτά κλπ (χρησιμοποίησε καλύτερα το faglia)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---