falsétto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [falˈsetto]
1 φωνή γλυκιά τενόρου που τραγουδά ψηλά
2 τραγούδισμα σε ψηλότερο τόνο από τον κανονικό
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [falˈsetto]
1 φωνή γλυκιά τενόρου που τραγουδά ψηλά
2 τραγούδισμα σε ψηλότερο τόνο από τον κανονικό
permalink
falsetto (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android