ItalianoGreco


fanfaróne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fanfaˈrone]

1 μεγάλαυχος
2 κομπαστής
3 παλικαράς
4 φαφλατάς
5 φανφαρόνος
6 καυχηματίας
7 αλαζονικός καυχησιάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---