faticàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [fatiˈkata]
1 δουλειά σαν του σκλάβου
2 εξαντλητική εμπειρία
3 ιδροκόπημα
4 προσπάθεια σκληρή
5 μόχθος
6 αγώνας
7 ιδροκόπι
8 σκληρή και επίμονη μελέτη
9 ελεεινή εργασία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [fatiˈkata]
1 δουλειά σαν του σκλάβου
2 εξαντλητική εμπειρία
3 ιδροκόπημα
4 προσπάθεια σκληρή
5 μόχθος
6 αγώνας
7 ιδροκόπι
8 σκληρή και επίμονη μελέτη
9 ελεεινή εργασία
permalink
faticata (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android