Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ιταλοελληνικό›fàvo

ItalianoGreco

Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό

fàvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfavo]

1 κερήθρα
2 μολυσματική δερματοπάθεια οφειλόμενη στο μύκητα Trichophyton schoenleinii


permalink
‹ favellare
favola ›



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fauvismo (ουσ αρσ )
fava (θηλ.ουσ)
favagello (ουσ αρσ )
favella (θηλ.ουσ)
favellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favo (ουσ αρσ )
favola (θηλ.ουσ)
favoleggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
favoleggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
favolello (ουσ αρσ )
favolista (ουσ αρσ και θηλ.)
favolistica (θηλ.ουσ)
favolistico (επίθ.)
favolosamente (επίρ.)
favolosità (θηλ.ουσ)
favoloso (επίθ.)
favonio (ουσ αρσ )
favore (ουσ αρσ )
favoreggiamento (ουσ αρσ )
favoreggiare (ρ. μτβ.)


---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti