ItalianoGreco


felpàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [felˈpato]

φέλπα

felpàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [felˈpato]

1 μαλακός
2 πολυτελής
3 φευγαλέος
4 βελούδινος
5 καλυμμένος με βελούδο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---