ItalianoGreco


ferménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ferˈmento]

η ζύμη, το ένζυμο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fermenti [αρσ. πλυθ.] lattici = τα γαλακτικά ένζυμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---