ItalianoGreco


fèrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɛrro]

το σίδερο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μαγειρική ai ferri = cucina στα καρβουνα || cortina [θηλ.] di ferro = το σιδηρούν παραπέτασμα || ferro [αρσ.] battuto = ο σφυρήλατος σίδηρος || ferro [αρσ.] da stiro = το σίδερο σιδερώματος || ferro [αρσ.] di cavallo = το πέταλο || filo [αρσ.] di ferro = το σύρμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---