ItalianoGreco


fésso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfesso]

1 ηλίθιος άνθρωπος
2 βλάκας

fésso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfesso]

1 οξύς και διεισδυτικός
2 τραχύς
3 ηλίθιος
4 τρελός
5 σκιστός
6 βλαμμένος
7 ραγισμένος
8 μερικώς διαχωρισμένος
9 σπασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---