ItalianoGreco


fiancheggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fjankedˈʤare]

1 συνορεύω
2 καλύπτω τα πλευρά της παράταξης
3 υποστηρίζω
4 βρίσκομαι στα πλευρά
5 πλευροκοπώ
6 ευθυγραμμίζω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---