ItalianoGreco


ficcanàso  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fikkaˈnaso]

1 ανακατεψιάρης
2 κουτσομπόλης
3 ανακατωσούρης
4 πολυπράγμων


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---