filàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [fiˈlato]
1 γνέμα
2 κλωστή
3 μαλλί πλεξίματος
4 νήμα
filàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fiˈlato]
1 λογικός
2 εύκολος
3 ευρισκόμενος στο τέλος
4 αδιάκοπος
5 που έχει υποστεί επεξεργασία κλώσης
6 που έχει γίνει νήμα
7 λείος
8 που έχει επεξεργαστεί για να γίνει σύρμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [fiˈlato]
1 γνέμα
2 κλωστή
3 μαλλί πλεξίματος
4 νήμα
filàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [fiˈlato]
1 λογικός
2 εύκολος
3 ευρισκόμενος στο τέλος
4 αδιάκοπος
5 που έχει υποστεί επεξεργασία κλώσης
6 που έχει γίνει νήμα
7 λείος
8 που έχει επεξεργαστεί για να γίνει σύρμα
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
zucchero [αρσ.] filato = το μαλλί της γριάς
filato (ουσ αρσ )
filato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android