ItalianoGreco


filibustière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [filibusˈtjɛre]

1 κακοποιός
2 κατεργάρης
3 άνθρωπος χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς
4 πειρατής
5 τυχοδιώκτης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---