ItalianoGreco


filtrazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [filtratˈtsjone]

1 απόσταξη
2 καταστάλαξη
3 ξελαγάρισμα
4 στράγγισμα
5 σούρωμα
6 ραφινάρισμα
7 διήθηση
8 φιλτράρισμα
9 διύλιση
10 λαμπικάρισμα
11 λαγάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---